- ἐκθέσεις
- ἔκθεσιςexposurefem nom/voc pl (attic epic)ἔκθεσιςexposurefem nom/acc pl (attic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης θεσσαλονίκης, Κρατικό — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1997 και στεγάζεται στο ανακαινισμένο κτίριο της παλαιάς Μονής Λαζαριστών, ένα καθολικό μοναστήρι του 19ου αι. στο δήμο Σταυρούπολης, στη δυτική Θεσσαλονίκη. Πρόσφατα στο μουσείο απέκτησε ένα χώρο στο λιμάνι της πόλης ενώ… … Dictionary of Greek
Μιχαλαριάς, Σταύρος — (Αθήνα 1943 –). Συντηρητής και έμπορος έργων τέχνης. Ασχολήθηκε με την εκμάθηση τεχνικών της βυζαντινής αγιογραφίας σε νεαρή ηλικία και το 1960 ξεκίνησε τη σταδιοδρομία του ως συντηρητής τέχνης στο Βυζαντινό Μουσείο. Έπειτα από πέντε χρόνια, με… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek
Λειψία — (Leipzig). Πόλη (490.000 κάτ. το 1999) της Γερμανίας, στο κρατίδιο της Σαξονίας. Βρίσκεται κοντά στη συμβολή των ποταμών Βάισε Έλστερ, Πλάισε και Πάρτε, 140 χλμ. ΝΔ του Βερολίνου. Είναι γνωστή για τις διεθνείς εμπορικές εκθέσεις που… … Dictionary of Greek
Λίχτενσταϊν, Ρόι — (Roy Lichtenstein, Νέα Υόρκη 1923 – 1997). Αμερικανός ζωγράφος, γλύπτης και διακοσμητής. Οι πίνακές του, βασισμένοι σε διαδικασίες και μοτίβα σχεδιασμού κόμικς, τον ανέδειξαν σε έναν από τους βασικούς εκπροσώπους της αμερικανικής ποπ αρτ του 20ού … Dictionary of Greek
Μπασκιά, Ζαν Μισέλ — (Jean Michel Basquiat, Μπρούκλιν, Νέα Υόρκη 1960 – Νέα Υόρκη 1988). Αμερικανός δημιουργός γκράφιτι, ζωγράφος. Σε ηλικία 17 ετών άρχισε να σχεδιάζει με σπρέι γκράφιτι στο μετρό της Νέας Υόρκης, υπογράφοντας ως SAMO. Εγκατέλειψε το σχολείο και… … Dictionary of Greek
Σαλόν — (Salon). Παρισινή περιοδική καλλιτεχνική έκθεση που άρχισε το 1673 και προορίζεται για τους σύγχρονους καλλιτέχνες. Η έκθεση, που την εγκαινίασε η Βασιλική Ακαδημία Ζωγραφικής και Γλυπτικής, πήρε το όνομα Σαλόν, από το «Τετράγωνο Σαλόνι» (Salon… … Dictionary of Greek
αφίσα — Έντυπο που τοιχοκολλείται ή τοποθετείται σε ειδικό χώρο, με προορισμό να μεταδώσει στον περαστικό, με τρόπο σύντομο αλλά και αποτελεσματικό, κάποιο μήνυμα ή να τον πληροφορήσει για κάποια εκδήλωση. Η α. είναι η σημαντικότερη και γνωστότερη από… … Dictionary of Greek
δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… … Dictionary of Greek
υπηρεσιακός — ή, ό, Ν 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην υπηρεσία (α. «υπηρεσιακό έγγραφο» β. «υπηρεσιακά καθήκοντα») 2. (για πρόσ.) ο αφοσιωμένος στην υπηρεσία του, αυτός που εκτελεί αμερόληπτα τα καθήκοντά του 3. φρ. α) «υπηρεσιακή κυβέρνηση» βλ.… … Dictionary of Greek